- σχοινί
- Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα κατασκευάζονται σ. από διάφορα υλικά, φυτικά ή και πλαστικά.
Τα φυτικά σ. κατασκευάζονται συνήθως από κάνναβι και μικρό μέρος από τζίβα. Τα πρώτα είναι δύο ειδών: μακρόινα και βραχύινα. Ειδικής κατηγορίας είναι τα γεωργικά σ., που χρησιμοποιούνται κυρίως για το δέσιμο φορτίων. Πολλών κατηγοριών είναι τα ναυτικά σ., ανάλογα με τον προορισμό τους. Σ. του είδους είναι τα μονόπλοκα (σπαρτσίνα), τα δεξιόπλοκα, τα έντριτα και τα εντέταρτα. Το τύλιγμα των μονόπλοκων σ. γίνεται γύρω από ένα κεντρικό έμβολο, που λέγεται κολαούζος. Υπάρχουν επίσης πολλές διαβαθμίσεις σ., που χρησιμοποιούνται κυρίως σε σκάφη, όπως το ράμμα, ο μέρμιθος, η λιγαδούρα, το τριβίλιο, το σηματόσχοινο, η τσίμα, η ρεμέντζα, η λαντζάνα, το καρλίνι, κ.ά. Πάντως, τα καννάβινα σ. έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά αντικατασταθεί στο ναυτικό με συρμάτινα, σιδερένια ή χαλύβδινα (συρματόσχοινα).
Στην κατηγορία των σ. υπάγονται και οι σπάγγοι. Υπάρχουν επίσης σπάγγοι παραγαδιών (πετονιές) και σπάγγοι γνωστοί με το όνομα σιτζίμια, που χρησιμοποιούνται στα καπνο-δέματα.
Μηχανική κατασκευή σχοινιών της ποικιλίας των συρματόσχοινων σε εργοστάσιο της Μ. Βρετανίας.
* * *το / σχοινίον, ΝΜΑ, και σκοινί Νσύστρεμμα από ίνες σχοίνου, κάνναβης ή λιναριού ή και άλλων υλών με πάμπολλες χρήσειςνεοελλ.1. τεχνολ. σύνολο ινών ή συρμάτων συμπυκνωμένων με συστροφή ή διάπλεξη σε επιμήκη, εύκαμπτη γραμμή, αλλ. συρματόσχοινο2. (για κυκλικό χορό) ένας γύρος («τόν έφερε ένα σκοινί τον χορό»)3. στον πληθ. τα σχοινιά(παλαιότερα) όργανο για την κατεργασία ή για το στοίβαγμα τού τριχώματος τής κατσίκας αποτελούμενο από τρία ή τέσσερα σχοινιά δεμένα στο ένα τους άκρο κατά μήκος ξύλινου πήχη ενώ στο άλλο τους άκρο ήταν ενωμένα με αυτόν τον πήχη, με τον οποίο ο στοιβαχτής τά κινούσε πάνω κάτω χτυπώντας το τρίχωμα στο δάπεδο4. φρ. α) «τού σχοινιού και τού παλουκιού» — άνθρωπος διεφθαρμένος, εξώλης και προώλης, ικανός για το καθετίβ) «τό πήρε σκοινί κορδόνι [ή γαϊτάνι]» — επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδιαγ) «τού πέρασε το σκοινί στον λαιμό» — τόν πίεσε ή τον εξεβίασε με βάναυσο τρόποδ) «δεν τού δίνει σκοινί να κρεμαστεί» — λέγεται για εκείνους που, αγανακτισμένοι, απορρίπτουν αίτημα ανάξιου προσώπουε) «τό παρατράβηξε το σχοινί» — ξεπέρασε τα όριαστ) «δερμάτινο σχοινί» — σχοινί από δερμάτινες λωρίδες που χρησιμοποιείται κυρίως στα οιακόσχοιναζ) «σχοινί έντριτο» βλ. έντριτοςη) «σχοινί εντέταρτο» — βλ. εντέταρτο5. παροιμ. α) «το σχοινί το μαλακό τρώει την πέτρα την ξερή» — με την υπομονή και τη συνεχή εργασία μπορεί να πραγματοποιήσει κανείς πολύ δυσχερή έργαβ) «τού χωριάτη το σκοινί μονό δεν φτάνει, διπλό τού περισσεύει» — λέγεται για όσους δεν ικανοποιούνται με τίποτε, για τους ανικανοποίητουςγ) «στο σπίτι τού κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί» — βλ. κρεμώαρχ.1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σχοίνος2. είδος μετρικής μονάδας, το πεντάσχοινον*3. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο και, κατ' επέκτ., τμήμα γης καταμετρημένο με αυτόν τον τρόπο, μερίδιο, κλήρος4. ζωστήρας, ζώνη5. μήκος εκατό ωλενών, η πλευρά μιας αρούρης6. (στην κωμωδία) το ανδρικό μόριο7. μτφ. αδιάκοπη σειρά, αλυσίδα («λύειν σχοινίον μεριμνᾱν», Πίνδ.)8. φρ. α) «σχοινίον βοτρύων» — ορμαθός σταφυλιών δεμένος με σχοινί, σχοινιά* (Αριστε.)β) «σχοινίον μεμιλτωμένον» — σχοινί βαμμένο με κόκκινο χρώμα (Αριστοφ.)9. παροιμ. «ἐκ τῆς ψάμμου σχοινίον πλέκειν» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούσαν κάτι το απραγματοποίητο.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού σχοῖνος* «είδος φυτού με μακρύ βλαστό, καλάμι». Ο νεοελλ. τ. σκοινί < σχοινί(ον) με τροπή τού διαρκούς -χ- σε κλειστό -κ- (πρβλ. σχίζω: σκίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.